Οι αλλαγές που έχει επιφέρει η εφαρμογή της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) 2023-2027 σε σχέση με τις προηγούμενες προγραμματικές περιόδους, κατά πόσο αυτές επηρεάζουν τη χώρα μας αλλά και οι χαμένες ευκαιρίες από τη χώρα μας, περιγράφονται σε νέα έκθεση της διαΝΕΟσις.
Στην εν λόγω έκθεση, την οποία επιμελήθηκε η διευθύνουσα σύμβουλος της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ, Έλλη Τσιφόρου, επιχειρείται αρχικά να περιγραφεί η ΚΑΠ, μέσα από την ιστορική της διαδρομή και εξέλιξη, ώστε να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι αλλαγές που φέρει η τελευταία της μεταρρύθμιση.
Επιπλέον, παρουσιάζεται η πορεία προς τη διαμόρφωση της ΚΑΠ 2023-2027 τόσο εκτός όσο και εντός συνόρων, ενώ προχωρά και σε μία εκτίμηση των προκλήσεων και των ευκαιριών που αυτή φέρει ειδικά για την Ελλάδα.
Σημειώνεται ότι ο συνολικός προϋπολογισμός της νέας ΚΑΠ σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την περίοδο 2021-2027 ανέρχεται σε 387 δισ. ευρώ, χρήματα τα οποία θα διατεθούν σε 137 εκατομμύρια πολίτες της Ε.Ε. που ζουν στις αγροτικές περιοχές της Ένωσης, και αποτελούν το 30% του συνολικού πληθυσμού της.
Τι αλλάζει στη νέα ΚΑΠ
Η κύρια εστίαση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής γίνεται σε δέκα οικονομικούς, περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους: ανταγωνιστικότητα, αξιακή αλυσίδα των τροφίμων, κλιματική αλλαγή, προστασία του περιβάλλοντος, τοπία, ανανέωση των γενεών, αγροτικές περιοχές, τρόφιμα και υγεία, δίκαιο εισόδημα, και στον “εγκάρσιο” στόχο της γνώσης, της καινοτομίας και της ψηφιοποίησης.
Οι μεγαλύτερες όμως αλλαγές σε σχέση με τις προηγούμενες προγραμματικές περιόδους εντοπίζονται στον τρόπο λειτουργίας της, με το βάρος σχεδιασμού, εφαρμογής και παρακολούθησης της ΚΑΠ πλέον να «πέφτει» κατά κύριο λόγο στα Κράτη-Μέλη.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε τους γενικούς στόχους, τις βασικές προϋποθέσεις της παρεχόμενης στήριξης και το “μενού” των μέτρων από το οποίο επιλέγουν τα Κράτη-Μέλη, βάσει των αναγκών/προτεραιοτήτων τους, εκτός από την εφαρμογή ορισμένων καθεστώτων που παραμένουν κοινά σε όλη την επικράτεια της Ένωσης.
Αυτό το νέο μοντέλο υλοποίησης δίνει μεγαλύτερη έμφαση στα αποτελέσματα και τις επιδόσεις της πολιτικής σε εθνικό και έπειτα σε κοινοτικό επίπεδο. Επιπλέον, τα Κράτη-Μέλη υποχρεούνται να καταρτήσουν εθνικά Στρατηγικά Σχέδια για την επικράτειά τους, “βάσει λεπτομερούς ανάλυσης των αναγκών, ανάλυσης SWOT και διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη”.
Η νέα ΚΑΠ είναι πιο «πράσινη», δίνοντας επιπλέον έμφαση στο περιβάλλον, στο κλίμα και στη βιωσιμότητα της παραγωγής των τροφίμων, ενώ η ενσωμάτωση στο θεσμικό πλαίσιο των στρατηγικών της, που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, δηλαδή της στρατηγικής “από το αγρόκτημα στο πιάτο” και της στρατηγικής “για τη βιοποικιλότητα”, εντείνουν την υψηλή φιλοδοξία των “πράσινων” στόχων της πολιτικής.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων υπάρχουν προβλέψεις για χρήση λιγότερων φυτοφαρμάκων, μικρότερη απώλεια θρεπτικών ουσιών του εδάφους, αύξηση της βιολογικής καλλιέργειας στο ¼ της γης αλλά και ενίσχυση της ποικιλομορφίας του τοπίου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της «πράσινης» κατεύθυνσης της νέας προγραμματικής περιόδου είναι η δέσμευση ότι το 40% του συνολικού προϋπολογισμού της ΚΑΠ θα αφιερωθεί σε δράσεις για το κλίμα, καθώς επίσης και τα νέα, ενισχυμένα, πρότυπα για την Καλή Περιβαλλοντική και Γεωργική Κατάσταση που θεσπίζει.
Τέλος, στη νέα ΚΑΠ εισήχθη ένας νέος οριζόντιος στόχος ο οποίος αφορά την ενίσχυση της γνώσης, της καινοτομίας και της ψηφιοποίησης, υποδεικνύοντας ειδικά εργαλεία στήριξης, ενώ προτείνει επίσης νέα είδη στήριξης σε σχέση με τη διαχείριση κινδύνων και την ενίσχυση των Οργανώσεων Παραγωγών.
Πώς επηρεάζεται η Ελλάδα
Την περίοδο 2021-2027 η Ελλάδα αναμένεται να λάβει συνολικά περί τα 19,4 δισ. ευρώ. Το εν λόγω ποσό είναι οριακά χαμηλότερο από το αντίστοιχο της προηγούμενης περιόδου 2014-2020 (-0,5%), με τη μικρή αυτή μείωση να οφείλεται στη σημαντική επιπλέον στήριξη που διασφάλισαν οι “έκτακτοι” πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης κατά τη διετή περίοδο 2020-2022 της “μεταβατικής ΚΑΠ”.
Στο Στρατηγικό Σχέδιο που υπέβαλε η Ελλάδα και ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αφορά την περίοδο 2023-2027, το 73% της στήριξης (περίπου 15 δισ. ευρώ) θα κατευθυνθεί στον πρώτο Πυλώνα (ενισχύσεις και μέτρα για την αγορά), με τον δεύτερο Πυλώνα (επενδύσεις) να απορροφά το υπόλοιπο 27% (περίπου 4,4 δισ. ευρώ).
Επίσης, προβλέπεται η στήριξη των αγορών σε συγκεκριμένους τομείς παραγωγής: στα οπωροκηπευτικά, στο ελαιόλαδο και τις επιτραπέζιες ελιές, στον αμπελοοινικό τομέα και στα μελισσοκομικά προϊόντα.
Όσον αφορά το στρατηγικό σκέλος, δηλαδή το εθνικό στρατηγικό σχέδιο για την ΚΑΠ, η έκθεση της διαΝΕΟσις διευκρινίζει ότι «είναι ιδιαίτερα νωρίς ώστε να προβούμε σε οποιαδήποτε είδους αποτίμηση» καθώς «βρισκόμαστε μόλις στην εκκίνηση της εφαρμογής της νέας ΚΑΠ», με πολλές πτυχές της εφαρμογής της πολιτικής στη χώρα να παραμένουν ακόμα «γενικόλογες και περιγραφικές».
Όπως σημειώνεται η διαδικασία για την προετοιμασία και την έγκριση του ελληνικού στρατηγικού σχεδίου για την ΚΑΠ δεν ήταν εύκολη υπόθεση και χαρακτηρίστηκε από σημαντικές προκλήσεις τόσο εκτός όσο και εντός συνόρων.
Για παράδειγμα, η εφαρμογή της στρατηγικής επιλογής της χώρας για την εξίσωση της μοναδιαίας αξίας όλων των δικαιωμάτων ενίσχυσης σε κάθε αγρονομική περιφέρεια (αροτραίες καλλιέργειες, δενδρώδεις καλλιέργειες και βοσκότοποι) όπως γράφει το κείμενο “δεν πρόκειται να είναι ανώδυνη, δεδομένου ότι αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην εισοδηματική στήριξη των μικρών και μικρομεσαίων εκμεταλλεύσεων οι οποίες είχαν θεμελιώσει ιστορικά δικαιώματα υψηλής μοναδιαίας αξίας από καλλιέργειες όπως π.χ. η σταφίδα, ο καπνός κ.ά.”.
Και αυτό παρά το γεγονός ότι η σχετική ανάλυση των ισχυρών και των αδύναμων σημείων (SWOT) της Ελλάδας, στο πλαίσιο της προετοιμασίας του στρατηγικού σχεδίου της, ανέδειξε την “ανισοκατανομή των άμεσων ενισχύσεων, με το 10% των εκμεταλλεύσεων να συγκεντρώνει το 48% των άμεσων ενισχύσεων, ενώ το 45% των εκμεταλλεύσεων που μπορούν να θεωρηθούν ως μικροκαλλιεργητές λαμβάνουν το 10% των άμεσων ενισχύσεων”.
Οι χαμένες ευκαιρίες και οι παθογένειες
Στην έκθεση της διαΝΕΟσις επισημαίνονται επίσης ορισμένα σημεία σε σχέση με τον εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό τα οποία χαρακτηρίζει ως “χαμένες ευκαιρίες”. Δυνατότητες δηλαδή που παρείχε η νέα εργαλειοθήκη της ΚΑΠ αλλά η χώρα μας επέλεξε να μην εντάξει στον σχεδιασμό της.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η Ελλάδα δεν αξιοποίησε τη δυνατότητα διάθεσης του 3% των πόρων του πρώτου Πυλώνα για τη χρηματοδότηση Επιχειρησιακών Προγραμμάτων των Οργανώσεων Παραγωγών σε άλλους τομείς πέραν εκείνου των οπωροκηπευτικών, για τον οποίο ίσχυε ήδη αυτού του τύπου η στήριξη, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Γαλλία, η οποία επέλεξε να εφαρμόσει αξιοποιήσει αυτή τη δυνατότητα στον τομέα των πρωτεϊνούχων καλλιεργειών.
«Μία αντίστοιχη πρωτοβουλία σε εθνικό επίπεδο θα ενίσχυε σημαντικά την απειλούμενη βιωσιμότητα της ελληνικής κτηνοτροφίας, όπου το έτος 2021 η δαπάνη των ζωοτροφών υπερέβη την αξία της ζωικής παραγωγής με αναλογία 108%, καθώς ο τομέας αντιμετωπίζει σημαντική εξάρτηση από εισαγόμενες πρώτες ύλες που αξιοποιούνται ως ζωοτροφές», αναφέρει σχετικά η έκθεση το κείμενο.
Επιπλέον, το ελληνικό σχέδιο δεν προβλέπει επίσης αξιοποίηση των νέων εργαλείων διαχείρισης κινδύνων, χάνοντας την ευκαιρία να τα αξιοποιήσει για καλύτερη προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, στην αστάθεια των καιρικών συνθηκών, αλλά και στις μεταβολές των τιμών και των εισοδημάτων.
Με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα χάνει την ευκαιρία να έχει ένα ακόμη εργαλείο ώστε να προσαρμοστεί καλύτερα στην κλιματική αλλαγή, στην αστάθεια των καιρικών συνθηκών, αλλά και στις μεταβολές των τιμών και των εισοδημάτων.
«Στο στρατηγικό σχέδιο της Ελλάδας για την ΚΑΠ 2023-2027 δεν συμπεριλαμβάνεται κανένα από τα [προβλεπόμενα] εργαλεία διαχείρισης κινδύνου, επιλογή η οποία πέρα από εύλογη απορία, γεννά έντονο προβληματισμό σε σχέση με τη θωράκιση, ανθεκτικότητα και ανταγωνιστικότητα των αγροτικών εκμεταλλεύσεων της χώρας, και της ελληνικής γεωργίας συνολικότερα, σε ένα ιδιαίτερα σύνθετο και απαιτητικό διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό περιβάλλον», σημειώνεται.
Παράλληλα, στην έκθεση της διαΝΕΟσις αναφέρονται και κάποια χρόνια προβλήματα της ελληνικής πραγματικότητας σχετικά με την εκμετάλλευση τόσο των πόρων όσο και των προβλέψεων της ΚΑΠ.
Όπως σημειώνεται η χώρα μας δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να ενσωματώσει στους στόχους της ΚΑΠ τη διάχυση της γνώσης στον αγροτικό πληθυσμό: «20 χρόνια έχουν παρέλθει από́ την απαίτηση της ΚΑΠ το 2003 για τη δημιουργία και λειτουργιά εθνικού́ Συστήματος Παροχής Γεωργικών Συμβουλών και η Ελλάδα δεν έχει ακόμα θέσει στην υπηρεσία των παραγωγών το πολύτιμο αυτό́ εργαλείο», σχολιάζει.
Επιπλέον, επισημαίνει την έλλειψη στρατηγικής για την προσέλκυση νέων αγροτών, όπου στην χώρα μας καταγράφεται ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά γεωργών νεαρής ηλικίας (3,7%) το 2016 επί του συνολικού αριθμού διαχειριστών γεωργικών εκμεταλλεύσεων, κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (5,1%).
Σημειώνεται ότι το ανωτέρω ποσοστό μειώθηκε κατά 44,3% την περίοδο 2008-2016.
Επιπλέον, κατά την πενταετία 2016-2020 χάθηκαν περίπου 33.000 θέσεις εργασίας αγροτών, στη συντριπτική́ πλειοψηφία τους έως 44 ετών -αντίθετα στους αγρότες ηλικίας άνω των 65 καταγράφεται αύξηση.
Τέλος, στην έκθεση τονίζεται η ανάγκη ενίσχυσης και αναδιοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης ώστε να ενδυναμωθεί η τεκμηρίωση, η εμπειρογνωμοσύνη, η ενημέρωση αλλά και η διαβούλευση σε σχέση με τους περίπου 70 τομείς παραγωγής αλλά και τις οριζόντιες πολιτικές που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα της ελληνικής γεωργίας.
Κάτι που όπως υπογραμμίζει αποτελεί βασική προϋπόθεση ώστε το κράτος να είναι σε θέση να σχεδιάζει πολιτικές και να λαμβάνει αποφάσεις που ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις προσδοκίες των συντελεστών της γεωργίας και της αγροδιατροφής, θέτοντας την πολύτιμη εργαλειοθήκη της ΚΑΠ στην υπηρεσία μιας, όπως τη χαρακτηρίζει το κείμενο, «αδύνατης, μέχρι σήμερα, αλλά αναγκαίας όσο ποτέ άλλοτε εθνικής αγροτικής πολιτικής».